- κηπουρός
- ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός)αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.)αρχ.1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.)2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηπουρός < κῆπος + -ουρός < -Fορός (< ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. οικ-ουρός, τεμεν-ουρός. Ο τ. κηπωρός < κῆπος + -ωρός < Fωρός (< όρῶ), πρβλ. θε-ωρός, θυρ--ωρός].
Dictionary of Greek. 2013.